- επιγάνυμαι
- ἐπιγάνυμαι (Α)λάμπω από χαρά.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γάνυμαι «λάμπω από χαρά»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επιγαννύσκομαι — ἐπιγαννύσκομαι (Μ) επιγάνυμαι … Dictionary of Greek
προσεπιγάνυμαι — Μ χαίρομαι, αγάλλομαι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιγάνυμαι «λάμπω από χαρά»] … Dictionary of Greek